- βουτυρώνω
- βουτυρώνω, βουτύρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βουτυρώνω — ωσα, βουτυρωμένος, αλείφω βούτυρο πάνω σε κάτι: Βουτυρώνω πάντα το ψωμί πριν το βουτήξω στο πρωινό μου γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτυρώνω — επαλείφω με βούτυρο … Dictionary of Greek
αβουτύρωτος — η, ο [βουτυρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει βούτυρο 2. αυτός που δεν έχει αλειφτεί με βούτυρο … Dictionary of Greek